- παντόρφανος
- η , ο [ος , ον ] см. πεντάρφανος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
παντόρφανος — και παντάρφανος, η, ο βλ. πεντάρφανος … Dictionary of Greek
πεντάρφανος — και παντόρφανος και παντάρφανος, η, ο ο εντελώς ορφανός, αυτός που δεν έχει ούτε γονείς ούτε συγγενείς ούτε κανέναν άλλο προστάτη, ο έρημος και μόνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πεντάρφανος προέρχεται κατά μία άποψη από τ. παντόρφανος (< παντ[ο] + ορφανός) … Dictionary of Greek